- ζαβάλλω
- ζαβάλλω (Α)(αιολ. τ.), βλ. διαβάλλω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα «διά» + βάλλω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζα — (I) ζά (Α) (αιολ. τ. τής πρόθ. διά) 1. σπάνια χρησιμοποιείται ως πρόθ. (α. «ζὰ τὰν σὰν ἰδέαν», Θεόκρ. β. «ζὰ νυκτός», Ιω. Γραμματ.) 2. συνηθέστερα ως α συνθετ. στα αιολ. σύνθετα ζαβάλλω, ζάβατος, ζάδηλος κ.λπ. αντί διαβάλλω, διάβατος, διάδηλος… … Dictionary of Greek